- ανεπούλωτος
- -η, -οαυτός που δεν επουλώθηκε, δεν έθρεψε, αθεράπευτος: Η παλιά εκείνη πληγή είναι ακόμη ανεπούλωτη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ανεπούλωτος — η, ο (Μ ἀνεπούλωτος, ον) 1. (για τραύμα) εκείνος που δεν έχει ακόμη επουλωθεί, δεν έκλεισε, αυτός που δεν θεραπεύθηκε, δεν λησμονήθηκε … Dictionary of Greek
αναπούλωτος — ἀναπούλωτος, ον (Α) [ἀπουλῶ] αυτός που δεν επουλώθηκε, ανεπούλωτος, αθεράπευτος … Dictionary of Greek
ανοιχτός — ή, ό (AM ἀνοικτός, ή, όν) ο ανοιγμένος, αυτός που δεν είναι κλειστός νεοελλ. 1. ο ελεύθερος, ο δίχως εμπόδιο 2. ο πλατύς ή αυτός που έχει πλατύ ορίζοντα 3. (για καταστήματα, υπηρεσίες) αυτός που βρίσκεται σε λειτουργία, που δεν αργεί 4. (για… … Dictionary of Greek